Ο Γιώργος Προκοπάκης, πρώην καθηγητής του Columbia University, είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα αναδιοργάνωσης, διαχείρισης πληροφοριών και χρηματοοικονομικά. Ήταν υποψήφιος με τη Δράση - Φιλελεύθερη Συμμαχία στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του Στέφανου Μάνου.
Η Κύπρος, με το σχέδιο του Μνημονίου πάνω στο τραπέζι, βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή: πώς θα διαχειρισθεί τα προβλήματα που έχουν ανακύψει από την κρίση. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να γίνει κατανοητό ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του προβλήματος. Ελλοχεύει ο κίνδυνος της μεταφοράς στο νησί της διελκυστίνδας για το ελληνικό Μνημόνιο – ιδεολογικά φορτισμένης και αδιέξοδης. Η έξοδος από την κρίση σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι μια ευχάριστη βόλτα στο πάρκο. Δεν υπάρχουν εύκολες ή μαγικές λύσεις. Απαιτείται διαχειριστική ικανότητα, αποφασιστικότητα, σκληρή δουλειά και πάνω απ’ όλα το χτίσιμο της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης. Αναγκαία προϋπόθεση είναι η ειλικρίνεια, η δίκαιη κατανομή των βαρών στην κοινωνία και η προστασία των πολιτών που πλήττονται βαρύτερα.
Το πρόβλημα
Το κυπριακό πρόβλημα, αντίθετα με το ελληνικό το οποίο είναι πρόβλημα βιωσιμότητας τους χρέους (solvency), είναι πρόβλημα ρευστότητας (liquidity). Ο διατραπεζικός δανεισμός σε όλη την Ευρώπη έχει πρακτικά πεθάνει εδώ και τρία χρόνια – μαζί του και πολλές αγορές κρατικού χρέους. Για τις ελλειμματικές οικονομίες, η ασφυξία ήταν ζήτημα χρόνου. Η έκθεση των κυπριακών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα και τα επισφαλή δάνεια - που όλοι ήξεραν αλλά όλοι είναι έκπληκτοι σήμερα – επιτάχυναν ίσως την εμφάνιση του προβλήματος. Η έκρηξη των πυρομαχικών και οι επιπτώσεις της στην οικονομία εξανέμισαν κάθε ελπίδα διαχείρισης αναβάλλοντας αποφάσεις, σπρώχνοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί.
Η ρητορική που χρεώνει τα πάντα στις τράπεζες και τους τραπεζίτες, ακόμη και εάν δεχθούμε ότι σωστά βάζει το δάχτυλο στο ένα και μοναδικό πρόβλημα, δεν προσφέρει καμία διέξοδο. Μια ελλειμματική οικονομία είναι υποχρεωμένη να δανείζεται για να καλύπτει το έλλειμμα και να αναχρηματοδοτεί το χρέος της – αλλιώς χρεοκοπεί. Το πρόβλημα των 2 ή 3 δισ € των τραπεζών είναι προσδιορισμένο και περιορισμένο. Έκπληκτοι οι πολίτες μαθαίνουν προ μερικών μηνών πως το (μικρό, ας πούμε) πρόβλημα των τραπεζών χρήζει θεραπείας με δανειακή σύμβαση και Μνημόνιο πολυ-πολλαπλάσιου μεγέθους. Αναρωτιούνται «πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό μετά το ρωσικό δάνειο; – διάολε όσο είναι το τραπεζικό πρόβλημα δανειστήκαμε από τον Πούτιν». Δυστυχώς, για όσο χρονικό διάστημα η χώρα δεν μπορεί να δανείζεται από τις επάρατες αγορές, κάποιος πρέπει να της καλύπτει τα ελλείμματα και να πληρώνει τις λήξεις των δανείων. Η χώρα εκτός από χρήματα έχει ανάγκη από ένα πρόγραμμα προσαρμογής. Ένα πρόγραμμα που θα μειώσει τα ελλείμματα – άρα δεν θα αυξάνει το χρέος – και θα επιτρέψει στη χώρα να ξαναβγεί αυτόνομα στις αγορές να αναχρηματοδοτεί το χρέος της. Το πρόγραμμα αυτό ή θα το αποφασίσουν οι Κύπριοι μόνοι τους ή θα το επιβάλλουν οι δανειστές. Υπάρχει βέβαια και τρίτη επιλογή: δανεισμός (αν υπάρχει πρόθυμος δανειστής) χωρίς προσαρμογή – η βέβαιη καταστροφή μετά από κάμποσο καιρό!
Οι επιλογές
Για να γίνουν κατανοητές οι επιλογές, ας επιχειρήσουμε να ποσοτικοποιήσουμε ένα μέρος του ζητήματος. Η Ελλάδα με το δεύτερο μνημόνιό της δανείζεται από την τρόικα με επιτόκιο κάπου 1.8%. Η Κύπρος δανείζεται διακρατικά και με βραχυχρόνιο εσωτερικό δανεισμό (τράπεζες) με επιτόκιο τουλάχιστον 5%. Για το ευτελές ποσόν των 5 δισ €, η διαφορά του επιτοκίου βαρύνει τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου με πρόσθετες δαπάνες για τόκους περίπου 180 εκατ € ετησίως. Περίπου το 20% της ετήσιας προσαρμογής που ζητάει η τρόικα με το σχέδιο του Μνημονίου. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως, εάν η κυπριακή κυβέρνηση έχει εναλλακτική πηγή δανεισμού και είναι αποφασισμένη να συμμαζέψει την οικονομία, το δικό της πρόγραμμα πρέπει να είναι κατά 20% πιο σφιχτό για να έχει το ίδιο αποτέλεσμα!
Στο σχέδιο Μνημονίου που της προτάθηκε, η κυπριακή κυβέρνηση απάντησε με το δικό της Μνημόνιο. Η κυπριακή αντιπρόταση (μεγαλύτερης διάρκειας, οπισθοβαρές) φαινομενικά επιδιώκει ήπια προσαρμογή. Τα ζητήματα αποτελεσματικότητας των μέτρων της αντιπρότασης, ιδίως στο πρώτο μισό του προγράμματος θα τεθούν υποχρεωτικά. Είναι προφανές πως ένα μέτρο βέβαιης αποτελεσματικότητας νωρίς στο πρόγραμμα «συσσωρεύει» δημοσιονομικό όφελος καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Η αντικατάστασή του με μέτρα μικρότερης απόδοσης και αβέβαιης αποτελεσματικότητας είναι βέβαιον πως είτε θα οδηγήσει το πλοίο στα βράχια είτε θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερου κοινωνικού κόστους μέτρα αργότερα. Ένα πραγματικό πρόβλημα δεν λύνεται με λογιστικά τερτίπια.
Η σημασία της ταχύτητας
Να θυμίσω την ιστορία με τα προβλήματα του Καναδά πριν 15 περίπου χρόνια. Εφαρμόσθηκε μια προσέγγιση που αργότερα ονομάσθηκε «αναπτυξιακή λιτότητα». Βασικό χαρακτηριστικό: άμεση λήψη όλων των μέτρων και απαρέγκλιτη εφαρμογή τους. Προφανώς χτυπήθηκαν νοικοκυριά – κάποια βάρβαρα. Προφανώς χτυπήθηκαν επιχειρήσεις – κάποιες έκλεισαν. Όμως το πλαίσιο ήταν καθαρό από μιας αρχής, για την οικονομία της χώρας, τους επενδυτές και τους δανειστές, και σε έξι μήνες τα πράγματα ομαλοποιήθηκαν.
Η Κύπρος είναι μια μικρή οικονομία. Το ΑΕΠ της χώρας είναι μικρότερο από το ελληνικό πρωτογενές έλλειμμα του 2009! Το πρόβλημά της είναι περιορισμένο σε σύγκριση με το ελληνικό και κυρίως διαφορετικό. Θα είναι έγκλημα να αυτοκτονήσει η χώρα μεταφέροντας στο νησί μια ιδεολογική και εν πολλοίς άσχετη διαμάχη.
Το συμφέρον του κυπριακού λαού είναι να βγει το συντομότερο δυνατόν από το πρόβλημα και όχι να το αφήσει να σέρνεται και να διογκώνεται. Η κυπριακή οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τουριστική της βιομηχανία και το ρόλο της ως χρηματοπιστωτικού κέντρου. Ακόμη και εάν υποθέσουμε πως ο τουρισμός παραμένει αιμοδότης της οικονομίας, η παράταση της αστάθειας είναι σχεδόν βέβαιο πως θα πλήξει, ανεπανόρθωτα ίσως, τον άλλο πυλώνα. Η «ήπια» προσαρμογή που σώζει μερικές εκατοντάδες θέσεις εργασίας στο δημόσιο, ή επιχειρεί να διατηρήσει την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, βάζει σε κίνδυνο όλη την κυπριακή οικονομία.
Η παράταση της κρίσης είναι βέβαιο πως θα πλήξει κυρίως τη μεσαία τάξη. Αφ’ ενός λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, κυρίως όμως λόγω της κατάρρευσης των αξιών (π.χ., ακίνητα) και της υπερέκθεσης σε τραπεζικό δανεισμό. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το πρόβλημα και οι ουρές του θα ταλανίζουν την κυπριακή κοινωνία για πάρα πολλά χρόνια.
Το συμφέρον της κυπριακής κοινωνίας είναι να προδιαγραφεί μια συνολική, ριζική και άμεση λύση. Μια κυπριακή αναπτυξιακή λιτότητα! Αυτό σημαίνει τάχιστη παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας και της ΕΚΤ στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η παροχή ρευστότητας, όσο κι αν χτυπάει στα αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά μας, είναι μέγιστη προτεραιότητα εάν η επιθυμία είναι η τάχιστη αναθέρμανση της οικονομίας. Στη διαδικασία αυτή μπορεί να συνεκτιμηθεί και το πρόβλημα υπερδανεισμού των πολιτών. Το πρόγραμμα προσαρμογής, ανεξαρτήτως πατρότητας, γίνεται όσο περισσότερο δυνατόν εμπροσθοβαρές. Καθήκον της πολιτικής ηγεσίας είναι να επιδείξει την απαιτούμενη γενναιότητα, να σταθεί πίσω από το πρόγραμμα και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Βέβαια, απαιτείται και κάτι ακόμη: μέχρις ότου ξαναπάρει μπροστά η οικονομία, να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις, ειδικά στους πιο αδύνατους πολίτες.
Χωρίς πόρους και παρεμβάσεις δεν προστατεύεται κανείς
Η προστασία των πληττομένων είναι το προσφιλές άλλοθι των πολιτικών για να μην κάνουν τίποτε. Είναι, θα πείτε, και όποιου προσπαθεί να «πουλήσει» αναπτυξιακές λιτότητες και άλλα τέτοια. Χωρίς πόρους και χωρίς παρεμβάσεις δεν προστατεύεται κανείς! Ας βρούμε λοιπόν εκείνες τις παρεμβάσεις που κάτι μπορεί να κάνουν και τους πόρους που απαιτούνται.
Πρώτα απ’ όλα, είναι αδιανόητο, σε περίοδο κρίσης ειδικά, το κοινωνικό κράτος να αναδιανέμει πόρους με «οριζόντια» κριτήρια (π.χ., πολύτεκνοι) και όχι εισοδηματικά. Είναι υποχρέωση της πολιτείας προς την κοινωνία να αλλάξει άμεσα τις αναδιανεμητικές προτεραιότητες του κοινωνικού κράτους. Είναι παράλογη η άμεση ή έμμεση επιδότηση επιχειρήσεων από κοινωνικούς πόρους όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι 10%. Είναι παράλογη η ισότητα συμμετοχής στις ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες πλουσίων και φτωχών. Οι πόροι που πάνε σε δράσεις ελάχιστης κοινωνικής αποτελεσματικότητας με τον φερετζέ της κοινωνικής πολιτικής είναι πολλοί. Πιθανότατα δεν φθάνουν όμως. Πιθανότατα δεν απαντούν και στα προβλήματα της μεσαίας τάξης. Ας βρούμε λοιπόν κι άλλους πόρους.
Αν η προδιαγραφόμενη λύση είναι πειστική με μικρό ορίζοντα εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, ένα συστατικό της λύσης μπορεί να είναι η χρονική μετάθεση των ανελαστικών υποχρεώσεων των πολιτών – κυρίως των υποχρεώσεων προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι δανειακοί διακανονισμοί με ελάφρυνση των υποχρεώσεων των οφειλετών για μια περίοδο τριών έως πέντε ετών, είναι εφικτοί και εν πολλοίς επιθυμητοί από τις ίδιες τις τράπεζες – έναντι του πολλαπλασιασμού των μη εξυπηρετουμένων δανείων και της κατάρρευσης αξιών, άρα και εγγυήσεων. Δεν είναι ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης αλλά συναινετικής προσέγγισης στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης. Συναινετική μεταξύ των τρόικας, ΕΚΤ, τραπεζών και κυβέρνησης.
Che fece,,, il gran rifiuto
Ας πάμε ακόμη παραπέρα. Ακούγεται συχνά για το ασφαλιστικό σύστημα η αυτομαστιγωτική φράση που χαϊδεύει αυτιά: «υποθηκεύουμε τις μελλοντικές γενεές». Αληθινή, αλλά άχρηστη εάν δεν συνοδευτεί από διορθωτικές δράσεις. Η κατάσταση είναι αρκετά κρίσιμη ώστε να αξίζει τον κόπο να εξετασθεί η εναλλακτική «να δανεισθούμε από τις μελλοντικές γενεές». Δανεισμός λελογισμένος, με διαφάνεια, με προσδιορισμένους στόχους και με ανάληψη υποχρέωσης εξώφλησης. Το κοίτασμα φυσικού αερίου είναι μια προίκα για τις μελλοντικές γενεές Κυπρίων. Ακόμη και αυτές οι μελλοντικές γενεές θα είναι ευγνώμονες εάν μπορέσουν να απολαύσουν την «κληρονομιά» σε ανθηρές οικονομικές συνθήκες. Αφήστε που χρειάζεται και μια οικονομική ασφάλεια η κληρονομιά αυτή, την οποία μπορεί να παράσχει μόνο μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Πού μπαίνει το φυσικό αέριο στη συζήτησή μας; Εάν η κυπριακή κοινωνία είναι αποφασισμένη να παλέψει για την γρήγορη ανόρθωσή της, για την προστασία του βιωτικού επιπέδου και των επιτευγμάτων 38 χρόνων υπό συνθήκες κάθε άλλο παρά εύκολες, μπορεί μέρος της αξίας που είναι κλεισμένη στο βάθος της Μεσογείου να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση για άντληση των συμπληρωματικών πόρων που θα σώσουν την παρτίδα και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες από τη σύνθλιψη. Είναι μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Πρέπει να είναι το τελευταίο κομμάτι στο παζλ μιας λύσης, αφού όλες οι υπόλοιπες παρεμβάσεις έχουν ελαχιστοποιήσει τις ανάγκες. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει με τίποτε είναι η εύκολη λύση, της ληστείας των επόμενων γενεών: να χρησιμοποιηθεί πρώτα (π.χ., εγγύηση σε νέες εκδόσεις χρέους) για να αποφευχθούν οι παρεμβάσεις και οι αλλαγές που είναι απαραίτητες. Απαιτείται γενναιότητα και αίσθημα ευθύνης από το πολιτικό προσωπικό. Η εναλλακτική όμως πρέπει να διερευνηθεί και τουλάχιστον να προσφερθεί προς κρίση στον κυπριακό λαό.
Επιμύθιον
Δυστυχώς, τα δύσκολα προβλήματα δεν έχουν εύκολες λύσεις. Ο ρόλος του πολιτικού προσωπικού, επικειμένων μάλιστα των εκλογών, είναι σημαντικός. Ο κυπριακός λαός έχει δικαίωμα στην αλήθεια, στην κατάθεση των πραγματικών εναλλακτικών. Ο Τσώρτσιλ, ένας περιθωριακός και εν πολλοίς ανυπόληπτος πολιτικός, όταν του ανατέθηκε η διαχείριση του πολέμου πριν εβδομήντα τόσα χρόνια είπε στους συμπολίτες του: «σας υπόσχομαι αίμα, ιδρώτα και δάκρυα». Η Ευρώπη σώθηκε. Ο κυπριακός λαός είναι σίγουρο πως δεν γλυτώνει τον ιδρώτα. Το στοίχημα είναι να σωθεί η Κύπρος χωρίς τα άλλα δύο.
To κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτα στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ